- οκτάπους
- -ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)1. αυτός που έχει οκτώ πόδια2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπουςζωολ. το χταπόδινεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδααρχ.1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη τής οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεά-πους].
Dictionary of Greek. 2013.